- γύρις
- (-εως) η бот. пыльца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γύρις — γῡρις, η (AM) βλ. γύρη … Dictionary of Greek
OGYRIS — insula maris Indici ex adverso orae Arabiae Fel. ad Ortum, Erythraei regis monumentô nobilitata. Eius meminit Dionysius ὁ Περιηγητὴς, v. 607. Ε῎ςτι δέ τοι προτέρῳ Καρμανίδος ἔκτοθεν ἄκρης Ω῎γυρις, ἔνθα τε τύμβος Ε᾿ρυθραίου βασιλῆος. Mela l. 3. c … Hofmann J. Lexicon universale
γούρος — γοῡρος, ο (Α) είδος γλυκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συσχετίστηκε με τα αρχ. γύρις «η άχνη τού αλευριού», αρχ. γυρίνη «είδος γλυκίσματος», ενώ δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για τ. τής λακωνικής ή τής βοιωτικής διαλέκτου, γεγονός που θα… … Dictionary of Greek
γυρίνη — γυρίνη, η (Α) [γύρις] είδος γλυκού … Dictionary of Greek
γυρίτης — γυρίτης, ο (Α) [γύρις] άρτος από αλεύρι άχνη … Dictionary of Greek
γυρεοθήκη — η θήκη τής γύρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύρις, γύρεως + θήκη. Η λ. μαρτυρείται το 1892 από τον Κωνστ. Μητσόπουλο στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
γυρεοθυλακίδες — οι θυλακίδες τής γύρης· [ΕΤΥΜΟΛ. < γύρις, γύρεως + θυλακίδες Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Σταμ. Δ. Βάλβη στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
γυριστήριο — το [γύρις] κόσκινο … Dictionary of Greek
γυρόμαντις — γυρόμαντις, ο (Α) αυτός που μαντεύει χρησιμοποιώντας αλεύρι άχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύρις + μάντις] … Dictionary of Greek
γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… … Dictionary of Greek
Φιούμι, Λιονέλο — (Fiumi, Ροβερέτο 1894 – Βερόνα 1973). Ιταλός ποιητής και κριτικός. Ανήκει με τον Γκοβόνι και άλλους στην ομάδα των επονομαζόμενων ποιητών της Βερόνας και της Φεράρας, που ήταν οπαδοί του φουτουρισμού. Το 1913 ίδρυσε ένα προοδευτικό κίνημα που… … Dictionary of Greek